astreinte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
astreinte | astreintes |
astreinte (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
astreinte | astreintes |
astreinte (fr) θηλυκό