asynchronously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- asynchronously < asynchronous + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
asynchronously (en)