at ease
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
at ease (en) (ιδιωματισμός)
- άνετα, χωρίς άγχος
- ↪ He set them at ease.
- Τους έκανε να νιώθουν άνετα.
- ↪ He set them at ease.
- σε στάση ανάπαυσης (για στρατιώτες)
- ↪ He allowed them to stand at ease while he was talking to them.
- Τους επέτρεψε να σταθούν σε στάση ανάπαυσης όση ώρα τους μιλούσε.
- ↪ He allowed them to stand at ease while he was talking to them.
Επιφώνημα[επεξεργασία]
at ease (en)
- (στρατιωτικός όρος) ανάπαυση (το παράγγελμα)