at sight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
at sight (en)
- επί τη εμφανίσει
- ↪ At sight of the holy icon, the faithful knelt.
- Επί τη εμφανίσει της ιερής εικόνας, οι πιστοί γονάτισαν
- ↪ At sight of the holy icon, the faithful knelt.