atendado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atendado | atendadoj |
αιτιατική | atendadon | atendadojn |
atendado (eo)
- η αναμονή (που διαρκεί αρκετή ώρα)