atento
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atento | atentoj |
αιτιατική | atenton | atentojn |
atento (eo)
- η προσοχή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atento | atentoj |
αιτιατική | atenton | atentojn |
atento (eo)