Μετάβαση στο περιεχόμενο

atingata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

atingata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος atingi