atlarim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

atlarim (tr) «τα άλογά μου» (συγκολλητική γώσσα) που ανήκει στις ουραλο-αλταϊκές

πληθυντικός του at + lar (μόρφημα πληθυντικού) + -im κτητ. επίθ. (μου)

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]