atmungsaktiv
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
atmungsaktiv (de)
- (για υλικά) που αναπνέει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη atmen
atmungsaktiv (de)