atomiser
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]atomiser (fr)
- διασπώ (κάτι) σε μικροσκοπικά σωματίδια
- καταστρέφω (κάτι) μέσω μιας ατομικής βόμβας
- (μεταφορικά) διαμελίζω (κάποια οργάνωση ή κοινότητα)