atomo
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ίντο
(io)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
atomo
(io)
άτομο
Κατηγορίες
:
Γλώσσα ίντο
Ουσιαστικά (ίντο)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Brezhoneg
Català
Corsu
Deutsch
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Français
Galego
Magyar
Interlingua
Ido
Italiano
日本語
한국어
Lëtzebuergesch
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Norsk
Polski
Português
Русский
Sicilianu
Slovenčina
Svenska
Tagalog
Türkçe
中文