atrophié
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | atrophié | atrophiés |
θηλυκό | atrophiée | atrophiées |
Επίθετο[επεξεργασία]
atrophié (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη atrophier