attachment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attachment | attachments |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attachment (en)
- (μετρήσιμο, πληροφορική) η επισύναψη, ένα συνημμένο αρχείο
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο δεσμός, αίσθημα αγάπης για κάποιον ή κάτι
- ↪ her attachment to her father - ο δεσμός της με τον πατέρα της
Πηγές[επεξεργασία]
- attachment - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 212. ISBN 9780194325684., λήμμα: δεσμός