Μετάβαση στο περιεχόμενο

attachment

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
attachment attachments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
attachment < attach + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attachment (en)

  1. (μετρήσιμο, πληροφορική) η επισύναψη, ένα συνημμένο αρχείο
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο δεσμός, αίσθημα αγάπης για κάποιον ή κάτι
      her attachment to her father - ο δεσμός της με τον πατέρα της