attack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attack (en)
- επίθεση
- (πληροφορική) η προσπάθεια εκμετάλλευσης κενού ασφαλείας ώστε να προσπελαστεί υπολογιστής
- → δείτε τη λέξη zero-day attack
Σύνθετα[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | attack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attacks |
αόριστος | attacked |
παθητική μετοχή | attacked |
ενεργητική μετοχή | attacking |
attack (en)