attacker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
attacker attackers

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

attacker (en)

  1. αυτός που διαπράττει μια επίθεση, ο δράστης μιας επίθεσης
  2. (αθλητισμός) ο επιθετικός (παίκτης)
     συνώνυμα: striker, forward

Συγγενικά[επεξεργασία]