attelage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
attelage attelages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

attelage (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη atteler