attelage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attelage | attelages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attelage (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη atteler
ενικός | πληθυντικός |
attelage | attelages |
attelage (fr) αρσενικό