attender
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]attender (en)
- παρευρισκόμενος ο οποίος προσέχει σε διάλεξη ή διάλογο
- άτομο που περιμένει κάποιον
Δείτε επίσης : attendee |
attender (en)