attender

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: attendee

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attender (en)

  1. παρευρισκόμενος ο οποίος προσέχει σε διάλεξη ή διάλογο
  2. άτομο που περιμένει κάποιον