attendrissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attendrissement | attendrissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attendrissement (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη attendrir