attendrisseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attendrisseur | attendrisseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attendrisseur (fr) αρσενικό
- συσκευή κρεοπωλείου που μαλακώνει το κρέας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη attendrir