attestable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

attestable < attest + -able

Επίθετο[επεξεργασία]

attestable (en)

  1. βεβαιούμενος, που δύναται να βεβαιωθεί
  2. επιβεβαιούμενος, που δύναται να επιβεβαιωθεί
  3. αιτιολογήσιμος, που δύναται να αιτιολογηθεί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]