attire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attire | attires |
attire (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | attire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attires |
αόριστος | attired |
παθητική μετοχή | attired |
ενεργητική μετοχή | attiring |
attire (en)