Μετάβαση στο περιεχόμενο

attire

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
attire attires

attire (en)

ενεστώτας attire
γ΄ ενικό ενεστώτα attires
αόριστος attired
παθητική μετοχή attired
ενεργητική μετοχή attiring

attire (en)