attorney
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attorney (en)
- πληρεξούσιος
- δικηγόρος, συνήγορος
- δημόσιος κατήγορος, εισαγγελέας