attractive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός attractive
συγκριτικός more attractive
υπερθετικός most attractive

Επίθετο[επεξεργασία]

attractive (en)

  • ελκυστικός
    Yesterday a very attractive young woman spoke to me at the bar.
    Χθες μου μίλησε μια πολύ ελκυστική κοπέλα στο μπαρ.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

attractive (fr)