attractivité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- attractivité < attractif
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.tʁak.ti.vi.te/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attractivité | attractivités |
attractivité (fr) θηλυκό