Μετάβαση στο περιεχόμενο

attrapeur

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
attrapeur attrapeurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attrapeur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη attraper