attrapeur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
attrapeur | attrapeurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]attrapeur (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη attraper
ενικός | πληθυντικός |
attrapeur | attrapeurs |
attrapeur (fr) αρσενικό