attribution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attribution (en)
- η απόδοση (πχ. ενός κειμένου σε έναν συγγραφέα)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attribution | attributions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attribution (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη attribuer