attribution
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]attribution (en)
- η απόδοση (πχ. ενός κειμένου σε έναν συγγραφέα)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
attribution | attributions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]attribution (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη attribuer