atut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

atut (pl) αρσενικό

  • το ατού (ως χαρτοπαικτικός όρος και ως προτέρημα)