atuto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atuto | atutoj |
αιτιατική | atuton | atutojn |
atuto (eo)
- το ατού
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atuto | atutoj |
αιτιατική | atuton | atutojn |
atuto (eo)