außergewöhnlich
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- außergewöhnlich < außer + gewöhnlich
Επίθετο
[επεξεργασία]außergewöhnlich (de)
- ασυνήθιστος
- καταπληκτικός, φανταστικός, εκπληκτικός
- vier außergewöhnliche Helden - τέσσερις καταπληκτικοί ήρωες