außergewöhnlich
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- außergewöhnlich < außer + gewöhnlich
Επίθετο[επεξεργασία]
außergewöhnlich (de)
- ασυνήθιστος
- καταπληκτικός, φανταστικός, εκπληκτικός
- vier außergewöhnliche Helden - τέσσερις καταπληκτικοί ήρωες