aucèl
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Οξιτανικά
(oc)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
aucèl
(oc)
αρσενικό
το
πουλί
Κατηγορίες
:
Οξιτανική γλώσσα
Ουσιαστικά (οξιτανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Get shortened URL
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Aragonés
Asturianu
Azərbaycanca
Corsu
Čeština
Deutsch
English
Eesti
Euskara
Français
Gaeilge
Magyar
한국어
Kurdî
Lietuvių
Македонски
Nederlands
Occitan
Polski
Română
Русский
Sicilianu
Sängö
Gagana Samoa
ไทย
Türkçe
中文