Μετάβαση στο περιεχόμενο

audition

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
audition auditions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

audition (fr) θηλυκό

  1. η ακρόαση
  2. η οντισιόν