Μετάβαση στο περιεχόμενο

aumône

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aumône aumônes

aumône (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]