auréole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
auréole | auréoles |
auréole (fr) θηλυκό
- το φωτοστέφανο, η άλως, η δόξα