ausziehen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ausziehen (de)
- βγάζω (ένα ένδυμα)
- sich ausziehen - ξεντύνομαι