authority
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
authority | authorities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]authority (en)
- (μη μετρήσιμο) η εξουσία, η δικαιοδοσία, η δύναμη να δίνει εντολές στους ανθρώπους
- ⮡ The teacher had authority over the students.
- Ο δάσκαλος είχε εξουσία πάνω στους μαθητές.
- ⮡ Don’t undermine our authority.
- Μην υπονομεύεις την εξουσία μας.
- ⮡ Who gave you the authority to boss others around?
- Ποιος σου έδωσε την εξουσία να διατάζεις τους άλλους;
- ⮡ The court’s authority extends over the entire city.
- Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου εκτείνεται σε όλη την χώρα.
- ⮡ The teacher had authority over the students.
- (μη μετρήσιμο) η εξουσία, η δικαιοδοσία, η δύναμη ή το δικαίωμα να κάνει κάτι
- ⮡ She has the authority to do so.
- Έχει την εξουσία να το κάνει.
- ⮡ The mayor has the authority to make decisions for the city.
- Ο δήμαρχος έχει την εξουσία να παίρνει αποφάσεις για την πόλη.
- ⮡ Who gave you the authority to speak like this?
- Ποιος σου έδωσε την εξουσία να μιλάς έτσι;
- ⮡ We have the authority to fire employees.
- Έχουμε την εξουσία να απολύσουμε υπαλλήλους.
- ⮡ The company has authority over hiring decisions.
- Η εταιρεία έχει δικαιοδοσία πάνω στις αποφάσεις για τις προσλήψεις.
- ⮡ The president’s authority extends to all political matters.
- Η δικαιοδοσία του προέδρου επεκτείνεται σε όλα τα θέματα πολιτικής.
- ⮡ She has the authority to do so.
- (μη μετρήσιμο) η επίσημη άδεια να κάνει κάτι
- ⮡ By whose authority?
- Με την άδεια τίνος;
- ≈ συνώνυμα: permission
- ⮡ By whose authority?
- (συνήθως πληθυντικός) οι αρχές, οι άνθρωποι ή ένας οργανισμός που έχουν τη δύναμη να λαμβάνουν αποφάσεις ή που έχουν έναν συγκεκριμένο τομέα ευθύνης σε μια χώρα ή περιοχή
- ⮡ the competent authorities - οι αρμόδιες αρχές
- ⮡ the port authorities - οι λιμενικές αρχές
- ⮡ Contraband is confiscated by customs authorities.
- Τα λαθραία κατάσχονται από τις τελωνειακές αρχές.
- (μη μετρήσιμο) το κύρος, η δύναμη να επηρεάζει τους ανθρώπους επειδή σέβονται τις γνώσεις ή την επίσημη θέση του
- ⮡ He spoke with authority on the topic.
- Μίλησε με κύρος πάνω στο θέμα.
- ⮡ Her opinion carries a lot of authority.
- Η γνώμη της έχει μεγάλο κύρος.
- ⮡ His authority was undermined.
- Το κύρος του υπονομεύτηκε.
- ⮡ He spoke with authority on the topic.
- η αυθεντία, ο βαθύς γνώστης επιστήμης ή τέχνης
- ⮡ She is considered an authority on matters of economic policy.
- Θεωρείται αυθεντία σε θέματα οικονομικής πολιτικής.
- ⮡ She is considered an authority on matters of economic policy.