Μετάβαση στο περιεχόμενο

authority

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
authority authorities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

authority (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η εξουσία, η δικαιοδοσία, η δύναμη να δίνει εντολές στους ανθρώπους
    παράδειγμα  The teacher had authority over the students.
    Ο δάσκαλος είχε εξουσία πάνω στους μαθητές.
    παράδειγμα  Don’t undermine our authority.
    Μην υπονομεύεις την εξουσία μας.
    παράδειγμα  Who gave you the authority to boss others around?
    Ποιος σου έδωσε την εξουσία να διατάζεις τους άλλους;
    παράδειγμα  The court’s authority extends over the entire city.
    Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου εκτείνεται σε όλη την χώρα.
  2. (μη μετρήσιμο) η εξουσία, η δικαιοδοσία, η δύναμη ή το δικαίωμα να κάνει κάτι
    παράδειγμα  She has the authority to do so.
    Έχει την εξουσία να το κάνει.
    παράδειγμα  The mayor has the authority to make decisions for the city.
    Ο δήμαρχος έχει την εξουσία να παίρνει αποφάσεις για την πόλη.
    παράδειγμα  Who gave you the authority to speak like this?
    Ποιος σου έδωσε την εξουσία να μιλάς έτσι;
    παράδειγμα  We have the authority to fire employees.
    Έχουμε την εξουσία να απολύσουμε υπαλλήλους.
    παράδειγμα  The company has authority over hiring decisions.
    Η εταιρεία έχει δικαιοδοσία πάνω στις αποφάσεις για τις προσλήψεις.
    παράδειγμα  The president’s authority extends to all political matters.
    Η δικαιοδοσία του προέδρου επεκτείνεται σε όλα τα θέματα πολιτικής.
  3. (μη μετρήσιμο) η επίσημη άδεια να κάνει κάτι
    παράδειγμα  By whose authority?
    Με την άδεια τίνος;
     συνώνυμα: permission
  4. (συνήθως πληθυντικός) οι αρχές, οι άνθρωποι ή ένας οργανισμός που έχουν τη δύναμη να λαμβάνουν αποφάσεις ή που έχουν έναν συγκεκριμένο τομέα ευθύνης σε μια χώρα ή περιοχή
    παράδειγμα  the competent authorities - οι αρμόδιες αρχές
    παράδειγμα  the port authorities - οι λιμενικές αρχές
    παράδειγμα  Contraband is confiscated by customs authorities.
    Τα λαθραία κατάσχονται από τις τελωνειακές αρχές.
  5. (μη μετρήσιμο) το κύρος, η δύναμη να επηρεάζει τους ανθρώπους επειδή σέβονται τις γνώσεις ή την επίσημη θέση του
    παράδειγμα  He spoke with authority on the topic.
    Μίλησε με κύρος πάνω στο θέμα.
    παράδειγμα  Her opinion carries a lot of authority.
    Η γνώμη της έχει μεγάλο κύρος.
    παράδειγμα  His authority was undermined.
    Το κύρος του υπονομεύτηκε.
  6. η αυθεντία, ο βαθύς γνώστης επιστήμης ή τέχνης
    παράδειγμα  She is considered an authority on matters of economic policy.
    Θεωρείται αυθεντία σε θέματα οικονομικής πολιτικής.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]