authorship

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
authorship < author + -ship

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

authorship (en)

  • (μη μετρήσιμο) η πατρότητα, η ταυτότητα του άνθρωπου που έγραψε κάτι, ειδικά ένα βιβλίο
    ⮡  I claimed authorship of the book.
    Διεκδίκησα την πατρότητα του βιβλίου.