autoclave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
autoclave autoclaves

autoclave (fr) αρσενικό

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
autoclave autoclaves

autoclave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που κλείνει μόνος του