autocomplétion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
autocomplétion | autocomplétions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
autocomplétion (fr) θηλυκό
- (πληροφορική) η αυτόματη συμπλήρωση ενός κειμένου ανάλογα με το τι πληκτρολογεί κάποιος