autoconsommation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
autoconsommation autoconsommations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autoconsommation (fr) θηλυκό