autocontrôle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.tɔ.kɔ̃.tʁoːl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
autocontrôle | autocontrôles |
autocontrôle (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
autocontrôle | autocontrôles |
autocontrôle (fr) αρσενικό