autodétermination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
autodétermination autodéterminations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

autodétermination (fr) θηλυκό