autoformation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
autoformation | autoformations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
autoformation (fr) θηλυκό
- η αυτομόρφωση, η αυτοκατάρτιση
ενικός | πληθυντικός |
autoformation | autoformations |
autoformation (fr) θηλυκό