automotrice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
automotrice | automotrices |
automotrice (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
automotrice | automotrices |
automotrice (fr) θηλυκό