autonomie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.tɔ.nɔ.mi/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
autonomie | autonomies |
autonomie (fr) θηλυκό