autonomie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.tɔ.nɔ.mi/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| autonomie | autonomies |
autonomie (fr) θηλυκό
- η αυτονομία, η αυτονόμηση
| ενικός | πληθυντικός |
| autonomie | autonomies |
autonomie (fr) θηλυκό