autorail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
autorail | autorails |
autorail (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
autorail | autorails |
autorail (fr) αρσενικό