autoritarisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
autoritarisme | autoritarismes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]autoritarisme (fr) αρσενικό
- η αυταρχικότητα, ο αυταρχισμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη autoritaire