autrichien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

autrichien (fr)

  • που αφορά την Αυστρία, αυστριακός
    Le paysage autrichien : το αυστριακό τοπίο.