autruche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
autruche | autruches |
autruche (fr) θηλυκό
- (πτηνό) η στρουθοκάμηλος