avanço
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
avanço | avanços |
avanço (pt) αρσενικό
- η προαγωγή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
avanço | avanços |
avanço (pt) αρσενικό