Μετάβαση στο περιεχόμενο

avantaĝo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
avantaĝo < avantaĝ + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική avantaĝoavantaĝoj
αιτιατική avantaĝonavantaĝojn

avantaĝo (eo)

la fervoruloj de la reformo emfazas siajn avantaĝojn
οι υποστηρικτές της μεταρρύθμισης υπογραμμίζουν τα προτερήματά της